- προηγητικῶς
- προηγητικόςgoing beforeadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προηγητικός — ή, όν, Α [προηγοῡμαι] 1. αρχικός, βασικός, θεμελιώδης 2. προηγούμενος 3. αυτός που αναφέρεται στην προήγηση, στην επιτολή αστέρα. επίρρ... προηγητικῶς, Α κατ αρχάς, αρχικά … Dictionary of Greek